- πυρετολογία
- ηκλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τους πυρετούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυρετολογία — η, Ν 1. κλάδος τής ιατρικής με αντικείμενο έρευνας την εξέταση τών πυρετών, δηλαδή τών διαφόρων μορφών με τις οποίες αυτοί εμφανίζονται, τα αίτια που τούς προκαλούν, καθώς και τις μεθόδους αντιμετώπισής τους 2. πραγματεία σχετικά με τους πυρετούς … Dictionary of Greek
πυρετολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρετολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρετολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Η. Οικονομόπουλο] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
πυρετολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρετολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)